Τρίτη 23 Απριλίου 2024

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

 


Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά.
Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς: αυτούς που βρίσκονται κάπου εκεί στα έξι, στα εφτά τους χρόνια. Ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερους. Αυτή η ηλικία παρέχει ίσως τη μεγαλύτερη αθωότητα. Ίσως τα πιο αγνά μάτια, τα πιο υπέροχα χέρια που κινούνται και δείχνουν αυτό που θέλουν χωρίς καμιά σκοπιμότητα.
Ξέρετε τι γίνεται; αν εκφράσουμε μια αντίθετη σκέψη, δε σημαίνει εμπάθεια, δε σημαίνει αναγκαστικά σε γενικό επίπεδο πως διαφωνούμε οριστικά. Διαφωνούμε σε κάποιο θέμα... Πολλοί φίλοι πικραίνονται αμέσως με την παραμικρή αντίρρηση! Προσωπικά, η διαφωνία με ενδιαφέρει περισσότερο από τη συμφωνία- αρκεί να μπορεί, να έχει, λογικές εξηγήσεις.
Γαμώ τη σάρκα μας ρε φίλε. Τόσο φτηνή και συνάμα τόσο ακριβή.
Από τους όλους που γνωρίσαμεν οι μισοί μας μισούν-θλιβερή συνείδηση. Το ενενήντα τοις εκατό κάνει συμβατική πορεία μαζί μας και περιμένει να κάνουμε το λάθος για να μας στήσει στη γωνία. Σύμφωνα με το νόμο της αστάθειας κάποτε θα το κάνουμε. Και τότε θα πέσουμε χωρίς κρότο από το θρόνο που είχαμε στήσει για τον εαυτό μας.
Το θέμα είναι, να μπορείς κατακρίνεις αλλά και να επικροτείς τις σπουδαίες και μη σπουδαίες πράξεις ανθρώπων. Γιατί οι άνθρωποι κάνουν καλές και κακές πράξεις. Δεν υπάρχουν μόνο καλοί ή μόνο κακοί. Θα ήταν μυστηριωδώς παράξενο ή ανεξέλεγκτο να ήμασταν μόνο καλοί. Πιθανώς οι μισοί ρέπουν από τη μια ή την άλλη πλευρά: κάποιος δεν μπορεί να σκοτώσει ένα μυρμήγκι κι άλλος σκοτώνει χιλιάδες! Φοβερή ισορροπία!
Ας πούμε κάτι εντελώς εκκεντρικό: νομίζετε πως νοιάζει κανέναν αν πεθάνετε εσείς; αν πεθάνουν δηλαδή οι ιδέες σας; Δηλαδή οι σκέψεις σας, οι απόψεις σας για μια καλύτερη ή χειρότερη ζωή.
Είναι πολύ δύσκολο, έως απίθανο να συλλάβεις την πραγματικότητα. Κι όταν την "συλλάβεις" να είναι ήδη πολύ αργά. Δεν έτυχε να γνωρίσω ανθρώπους που την γνώρισαν ή την πλησίασαν με ακέραιο ρεαλισμό, να πουν ότι η ζωή είναι αυτό, παρ ότι έτυχε να γνωρίσω σπουδαίους ανθρώπους. Μπορεί όμως κι αυτό να μην είναι αλήθεια.
Όπως και να το δεις πάντα η ζωή ήταν δύσκολη για τους φτωχούς αλλά παλαιότερα είχαν τουλάχιστον το όραμα μιας επανάστασης. Τώρα κι αυτό το λαμπάκι έσβησε: δε θα γίνει ποτέ η επανάσταση των φτωχών. Λόγω ασυμφωνίας στο τι είναι φτώχεια αλλά κι επειδή δεν φαίνεται στον ορίζοντα κανένας Σπάρτακος.
Ένα από τα μεγαλύτερα κακά στην Ιστορία των ανθρωπίδων υπήρξε η θρησκεία. Σε όλους τους πρωτόγονους και μεθεπόμενους πολιτισμούς επικρατούσε η άποψη πως κάποιος ή κάποιοι θεοί έφτιαξαν τον κόσμο. Οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη από θεούς. Κανένας δεν έφτιαξε τον κόσμο. Υπάρχει από μόνος του.
Νομίζω πως η τέχνη είναι ακατανόητη με την άποψη πως στην ουσία για πολλούς ανθρώπους δεν είναι αναγκαία. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την τέχνη. Αυτή ταύτην την τέχνην-απλώς μόνον τα απαραίτητα. Τρώω, πίνω, γεννώ, πεθαίνω.
Ωραία είναι να κοιτάς μακριά, στο βάθος. Να βλέπεις μόνο τη θάλασσα, τους ανθρώπους να τους αφήνεις στο βυθό.
Ο Πικάσο προσπάθησε να ασχημίσει τη μορφή, ίσως βαθιά επηρεασμένος από την τραγωδία στη Γκουέρνικα. Το ασχημίσει εδώ με όλη τη σημασία του τραγικού-σχεδόν όλες οι μορφές που ζωγράφισε είναι βαθύτατα μελαγχολικές. Βέβαια η τέχνη προάγει τη δημιουργική θλίψη, όμως έχω την εντύπωση πως θα πρέπει να ωραιοποιήσουμε πάλι τη μορφή, το σώμα όπως το έκαναν οι κλασσικοί.
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σου ρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Ήμασταν σε λήθαργο από μικροί και δεν μπορέσαμε να ξυπνήσουμε ποτέ. Ούτε δάσκαλους σωστούς είχαμε ούτε συμβουλάτορες και βέβαια το παραμύθι της εξουσίας μας βόλεψε σε κολακείες τύπου, έλα μωρέ πως να κάνεις έτσι; έτσι είναι η ζωή! ζήσε εκεί στη φτώχεια σου! [και τη φτώχεια του μυαλού σου.]
Ν αρχίζεις ή να τελειώνεις ένα έργο; η αρχή έχει μια πρόκληση σα να βλέπεις ένα λουλούδι και πας να το κόψεις, να το κάνεις δικό σου αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι αγκάθια κρύβει.
Ένας άδειος καμβάς, ένα λευκό πανί που το κοιτάζεις μετέωρα προτού αρχίσεις να το ζωντανεύεις, προτού προσπαθήσεις να του εμφυσήσεις πνοή. [Μερικά έργα δε ζωντανεύουν ποτέ! μένουν εκεί ακούνητα να σε κοιτάνε με το άδειο βλέμμα τους.]
Ετούτη η τέχνη είναι από μόνη της δύσκολη. Απαιτεί μεδούλι, ψυχή, χώμα. Δε λέω αίμα, λέω χώμα. Αλλά και τα δυο είναι τραγικά-δεν υπάρχει χώμα χωρίς αίμα όσο κι αν ψάξεις σ όλη τη γης.
Όμως, όταν τελειώνεις ένα έργο τι νιώθεις; ρωτάω εμένα.
Τις περισσότερες φορές χαρά- ίσως αδυσώπητη, ίσως κρυφή. Κι άλλες φορές μοναξιά. Τη μοναξιά του τέλους. Γιατί να είναι ωραίο ένα τέλος; Ικανοποίηση ενός ηλίθιου εγώ; Μπορεί, αφού κανένα τέλος δεν μπορεί να είναι ωραίο.
ΠΑΛΙΕς ΔΗΜΟΣΙΕΎΣΕΙς ΜΟΥ [ΣΚΕΨΕΙς-ΣΧΟΛΙΑ]

ΜΑΚΙΑΒΕΛΙΣΜ'ΟΣ

 Χωρίς συναίσθημα. Πιο σπουδαίο να σε φοβούνται παρά να σ αγαπούν. Μακιαβέλι. Μακιαβελισμός. Απόλυτα εναρμονισμένος με έναν διαχρονικό άνθρωπο. Είχε δίκιο.


 Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα υγιής για να μπορεί να βγάζει σωστά συμπεράσματα για τη ζωή-άλλως δε χρειάζεται να συμπεραίνει.

 


 Τώρα οι γνώμες των πολλών δε μετράνε, φτάσαμε πάλι στην ανωτερότητα του πλούσιου-οι δε τέχνες και ο πολιτισμός κατασπαταλιέται σε ψεύτικους παλικαρισμούς της άρχουσας τάξης.


 

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

ΟΤΙ ΘΥΜΆΣΑΙ, ΧΑΊΡΕΣΕ

 


Η ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ. 
 
Η μνήμη μας φαινομενικά είναι αθώα. Η επιστήμη μας πληροφορεί πως βασική αιτία της μνήμης είναι η συλλογή πληροφοριών από τον έξω κόσμο μέσω των αισθητηρίων οργάνων και η κωδικοποίηση τους στον εγκέφαλο-επίσης μας πληροφορεί η επιστήμη, πως η μνήμη δεν έχει νόημα χωρίς την ανθρώπινη συνείδηση. Στη συνέχεια της διαδικασίας γίνεται αποθήκευση, ώστε όταν χρειαστεί να επανέλθουμε σ αυτές, τις μνήμες. [Επίσης ισχυρές λέξεις για την μνήμη είναι η ανάκτηση, η μόνιμη καταγραφή, και η ανάμνηση.]
Λέγοντας ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ θέλω να υπενθυμίσω την τραγικότητα να θυμόμαστε μόνο ότι θέλουμε, ακόμη και Ιστορικά, επειδή, φυσικά η Ιστορία καταλαμβάνει το ισχυρότερο πεδίο στη μνήμη. Κρατάμε τα καλύτερα σημεία της ζωής μας για να τα επαναφέρουμε συχνά, ώστε να αποφεύγουμε τις οδυνηρές καταστάσεις; πχ, θανάτους, κακές στιγμές, λάθη, φταιξίματα. Τι θα ήταν ο άνθρωπος δίχως μνήμη; ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν αντέχει σε τέτοια σύγκρουση καταστάσεων, όμως, αντέχει να μην συνετίζεται παρά τα παθήματα, π.χ ξανακάνει τα ίδια λάθη σε συνεχή συχνότητα, επαναλαμβάνει πολέμους, φρικαλεότητες, και λοιπά! άρα ποια είναι η συσχέτιση μνήμης και συνείδησης; εκτός αν θεωρήσουμε πως υπάρχει καλή και κακή συνείδηση.

ριτσος

 

Ευλύγιστη στιγμή. Ωραίος άνθρωπος. Ωραίος ποιητής. Μόνο δυο κουβέντες και μια χειραψία αντάλλαξα μαζί του. Ήταν τότε που εξέδιδα το περιοδικό ΔΡΟΜΟΣ. ένα μικρό περιοδικάκι στις αρχές του ογδόντα.Το γράφαμε με τον Στέλιο Κατσίκα. Είχα κάνει ένα σκίτσο των Διοσκούρων της Ελληνικής ποίησης-Ελύτης, Ρίτσος. Με κοίταξε με κάποια πολύ γλυκειά έκφραση, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση από τότε και μετά. Πιστεύω, πως ήταν ωραίος άνθρωπος κι έτσι τον απεικόνισα σ αυτή την τοιχογραφία, ξεχασμένη στα Εξάρχεια. Η πραγματική επαφή -θυμάμαι ήταν -ή Έκπληξη, γιατί σχολίασε το σκίτσο που είχα φτιάξει,..εγώ ένας απειράριθμος νεανίας και ο Ρίτσος ένας παγκόσμιος θεός τη ποίησης..Μελετώντας τον στη συνέχεια και μετά και σήμερα, μου μένει η εικόνα του λαδωμενου μαλλιού, κατσαρού, να κρέμεται βουστροφηδόν και στις άκρες των χειλιών του ένα περίφημο χαμόγελο, αποτυπωμένο, πιθανώς για την έκφραση ικανοποίησης ή κάποιου κρυμμένου μυστικού που εγώ δεν ήξερα ούτως ή άλλως. Γενναία στάση. Εγώ συμπάθησα την τεχνοτροπία των ματιών του, το στιγμιαίο παιχνίδισμα των βλεφάρων, ένα κάτι, πως ο Κόσμος ήταν και δεν ήταν αυτό που φαίνεται.Ναι. Ο Ρίτσος αυτό μου έδειξε με ένα χαμόγελο μόνο την συνάντηση ανθρώπων που έχουν τι να πουν. Ποτέ δεν μετάνιωσα γι αυτή την στιγμή, μου είπε, ολόκληρος ο κόσμος περιμένει κάτι από σένα, και δεν ήθελε να φύγει. Λιγόστεψα από την βούληση του να κάνει ανήμπορα πράγματα...[επεξηγώντας την εμμονή του στον κομμουνισμό που αδίκησε καταφανώς την πένα και την οξυδέρκεια του.]

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

 





Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκούμενος εξηντάρης βαδίζει προς το κατάστημα του. Είναι ένα κοσμηματοπωλείο. Φτάνει στην είσοδο. Με ύφος χαζοχαρούμενο, αγουροξυπνημένο ανεβάζει τα ρολά, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Πηγαίνει κατευθείαν στο χρηματοκιβώτιο. Το ξεκλειδώνει και βγάζει μερικές δεσμίδες χαρτονομίσματα. Σπάει τις λουρίδες κι αρχίζει να μετράει με ύφος γελοίο. Που και που τα σταυρώνει και τα φιλάει.

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει, κλείνοντας την πόρτα πίσω της, η Μιρέλλα. Είναι μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, απίστευτα άσχημη, ξερακιανή, λεπτή σαν στέκα. Πηγαίνει κατευθείαν πάνω στον Γιάννη προτείνοντας ένα ψεύτικο πιστόλι. Ο Γιάννης δεν δείχνει καμιά έκπληξη. Συνεχίζει να μετράει ατάραχος.

ΜΙΡΕΛΛΑ :¨Ψηλά τα χέρια ![ σιγανά με ύφος συνωμοτικό]

ΓΙΑΝΝΗΣ :[την εξετάζει] Μα άμα σηκώσω τα χέρια, θα μου πέσουν τα λεφτά… Τα λεφτά είναι για να πληρώσω τις επιταγές για την αγορά του χρυσού…

ΜΙΡΕΛΛΑ : [γελάει στρυφνά] Έχεις εσύ άλλα για τις επιταγές. Πιάσε την τσάντα δίπλα σου και βάλτα μέσα. Τώρα! Άκουσες παλιόγερε ! Αλλιώς σου τίναξα τα μυαλά στον αέρα !

ΓΙΑΝΝΗΣ : Παλιόγερος είμαι; [ σα να αναρωτιέται]

ΜΙΡΕΛΛΑ:[απειλητικά] Κάνε αυτό που σου λέω ! Σε ξέρω χρόνια μη μου κάνεις το χαζό !

ΓΙΑΝΝΗΣ : [την κοιτάζει γλυκά ] Μου αρέσεις εσύ ! Μου αρέσεις…γιατί δεν κάθεσαι; Κάτσε να σε γνωρίσω κι εγώ αφού εσύ με ξέρεις.

Αφήνει τα λεφτά, χαμηλώνει τα χέρια κάνει να σηκωθεί να της προσφέρει κάθισμα. Η Μιρέλλα ξαφνιάζεται κάθεται πάντα με το πιστόλι προτεταμένο στη μούρη του. Τα πρόσωπά τους έρχονται πολύ κοντά. Ο Γιάννης, της κάνει γκριμάτσες γελαστές, χαζοχαρούμενες. Η Μιρέλλα μπερδεύεται και του ανταπαντά ανάλογα. Ύστερα συνέρχεται και τον πάει σπρώχνοντας με την κάνη στη μούρη, προς το γραφείο,

ΜΙΡΕΛΛΑ : [του γνέφει κουνώντας το κεφάλι] Τα λεφτά! Στην τσάντα τώρα!

Ο Γιάννης, βάζει τα λεφτά αργά-αργά στην τσάντα.

ΓΙΑΝΝΗΣ : Αχ, τα λεφτά μου! Τα λεφτάκια μου…που θα τα πας;

ΜΙΡΕΛΛΑ [κοιτάζοντας γύρω της ανήσυχα] Ξέρω εγώ που θα τα πάω. Τελείωνε παλιόγερε!

ΓΙΑΝΝΗΣ : [ με απορία ] Γιατί βιάζεσαι; Οι τράπεζες είναι κλειστές. Που θα πας πρωί- πρωί με τόσα λεφτά; Ξέρεις πόσα είναι; Είναι πολλά τα λεφτά…τι θα τα κάνεις τόσα λεφτά;

ΜΙΡΕΛΛΑ :[σαρδόνια ] Βούλωστο ! Ότι τα κάνεις εσύ τόσα χρόνια.

ΓΙΑΝΝΗΣ : Εμένα μου τα άφησε ο πατέρας μου

ΜΙΡΕΛΛΑ :[ Ειρωνικά ] Και του πατέρα σου;

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ο πατέρας του. Πως σε λένε;

ΜΙΡΕΛΛΑ : Και του πατέρα σου; Μιρέλλα με λένε.

ΓΙΑΝΝΗΣ : [απελπιστικά πολύ αγνά, αθώα ] Ο πατέρας του.

ΜΙΡΕΛΛΑ : [ ξεκαρδίζεται. Ύστερα σοβαρεύεται. Το άσχημο μούτρο της πετρώνει ] Τέλειωνε παλιόγερε ! Άκουσα πως θα σε ληστεύανε δυο τύποι του υποκόσμου και είπα να τους προλάβω. . Κατάλαβες;

Ο Γιάννης γνέφει όχι.

Βουτάει την τσάντα από τα χέρια του ενώ ο Γιάννης συνεχίζει να την κοιτάζει ατάραχος κάνοντας της τα γλυκά μάτια. Η Μιρέλλα τρελαίνεται. Κοιτάζονται κατευθείαν στα μάτια.

ΜΙΡΕΛΛΑ : [ μουρμουρίζει ] Καλύτερα. Ήξερα ότι είσαι βλάκας, αλλά εσύ παραείσαι ! Κοίτα ρε που πάνε τα λεφτά..

ΓΙΑΝΝΗΣ : [ την περιτριγυρίζει ] Μου αρέσεις ! Είσαι γλυκιά ! Γιατί δεν αφήνεις το πιστόλι; Αφού είναι ψεύτικο. Νομίζεις πως δεν το κατάλαβα από την αρχή; Πάρε τα λεφτά, έχω άλλα εγώ.

Η Μιρέλλα κοιτάζει μια το πιστόλι, μια τον Γιάννη και μια την τσάντα με τα λεφτά. Ύστερα, γυρίζει αλαφιασμένη και το βάζει στα πόδια. Εξαφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας, ενώ ο Γιάννης μένει με ανοιχτό το στόμα και τα χέρια στην έκταση σαν απόγνωση. Μετά ακουμπάει το κεφάλι του αποκαμωμένος στο γραφείο.



 

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ [4]

 


Οι μπάτσοι δεν ήταν πια κουρεμένοι κι ούτε ξεχώριζαν από το πλήθος των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του. Άλλωστε ο ίδιος ούτε είχε διανοηθεί πως θα έφταναν σ αυτόν και, πιθανότατα δεν τον ένοιαζε μα και είχε σκεφτεί πως κάποτε θα τον συνελάμβαναν. Είχε κι αυτός τα δαιμόνια του, αντιπαράλληλα απ αυτά του Αστυνόμου Σαμψωνίδη κι έτσι δεν έπαιρνε κάποια μέτρα για να προφυλαχθεί. Άλλωστε δεν πίστευε πως κάποιος άνθρωπος μπορούσε να προφυλαχθεί απ αυτούς είτε ήταν ένοχος είτε αθώος, αν είχε μπει στο στόχαστρο της Αστυνομίας κι ενός διεφθαρμένου κράτους όπως ήταν η πατρίδα του για όσα τουλάχιστον χρόνια ζούσε και ένιωθε αυτόν τον κόσμο. Και, φυσικά, ήξερε πως ήταν σ έναν αόρατο ιστό, σε μια μια μπλακ λίστ, φακελωμένος και στιγματισμένος σαν αναρχικός και εχθρός μιας καθεστηκυίας τάξης. Μιας τάξης που συνεχιζόταν αιώνια από γενιά σε γενιά, από πατέρα σε γιο και δεν επρόκειτο ν αλλάξει ποτέ αυτή η ιστορία και πάντα θα υπήρχε αβυσσαλέο μίσος μεταξύ φτωχών και πλουσίων, μεταξύ εχόντων και μη εχόντων . Ο Γιάννης την ένιωθε αυτή την αδικία, που είχε γεννηθεί από φτωχούς αλλά, πράγμα παράξενο δεν ένιωθε κανένα μίσος για τους πλούσιους ή καλύτερα δεν ένιωθε μίσος για κανέναν άνθρωπο, απλά δεν άντεχε τους ηλίθιους είτε ήταν πλούσιοι είτε ήταν φτωχοί. Γιατί υπάρχουν και πλούσιοι ηλίθιοι.
Τα στοιχεία που είχαν συλλέξει τα αστυνομικά όργανα δεν έδειχναν κάτι επιβαρυντικό εις βάρος του Γιάννη Παράμετρου και η υπαστυνόμος του είπε να κλείσει την υπόθεση αλλά ο Σαμψωνίδης σκέφτηκε να κάνει μια προσωπική  επέμβαση. Να κάνει μια μπλόφα κι έτσι πήγε να συναντήσει τον ύποπτο. Τον βρήκε σ ένα μπαρ και κάθισε δίπλα του.
 Ο Γιάννης τον κοίταξε ερωτηματικά.
-Εσύ τα πήρες τα λεφτά ε; είπε ήσυχα ο Αστυνόμος
-Ποιος είσαι; ποια λεφτά; έκανε απορημένος.
-Αστυνόμος Σαμσωνίδης, της Δίωξης κοινού εγκλήματος, είπε.
-Τι θα πιεις Αστυνόμε; του χαμογέλασε
-Ομολόγησε όσο πιο γρήγορα μπορείς κι έτσι θα καλυτερέψεις τη θέση σου. Θα φας τρία-τέσσερα χρόνια και σε κανα δυο θα είσαι πάλι έξω, ελεύθερος. Δε σ αρέσει η ελευθερία;
-Ένα ποτό στον κύριο Αστυνόμο! φώναξε στον μπάρμαν κι όλοι γύρισαν προς το μέρος τους. Ορισμένοι βγήκαν, αραίωσαν την κυκλοφορία. Σε κανέναν δεν άρεσαν οι επισκέψεις της Αστυνομίας.
-Σου είπα δε θέλω ποτό. Μη μου παριστάνεις εμένα τον μεθυσμένο, ξέρω πως δε μεθάς πια. Σε συλλαμβάνω για την κλοπή στην αποθήκη του φούρναρη. Θα βγούμε ήσυχα χωρίς φασαρίες ή θέλεις να αλλάξω τροπάριο;
-Ότι πεις, έκανε ο Γιάννης και βγήκαν στο δρόμο.
Πιο πέρα περίμεναν δυο βοηθοί του Σαμσωνίδη, ο οποίος τον παρέδωσε σ αυτούς.
-Πάρτε τον, έγνεψε. Και ξέρετε εσείς τι θα τον κάνετε.
Ο Γιάννης φοβήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή για το σώμα του. Ήξερε τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι μπάτσοι και τώρα βρισκόταν στο έλεος τους.
-Έχεις διαβάσει το έγκλημα και τιμωρία;  τον ρώτησε με μίσος ο Σαμψωνίδης φεύγοντας και η εικόνα του ήταν η τελευταία καθώς οι άλλοι δυο άρχισαν να τον χτυπούν παντού σ όλο το σώμα με μπουνιές, κλωτσιές ώσπου σύρθηκε στο χώμα και σχεδόν αναίσθητο τον έχωσαν σ ένα αυτοκίνητο και μ αυτό τον πήγαν και τον έριξαν σ ένα σκοτεινό κελί, όπου για μέρες δεν έβλεπε άνθρωπο. Φαγητό και νερό του έβαζαν από μια τρύπα στο κάτω μέρος της πόρτας. Λιγοστό βέβαια, ίσα-ίσα για να μην πεθάνει από ασιτία και να μην στεγνώσει από αφυδάτωση. Στο βάθος υπήρχε και μια βρώμικη τουαλέτα και σ όλο το κελί πλημμύριζε ένα σκοτεινό ημίφως έτσι που να μην ξέρεις ποτέ αν ήταν μέρα ή νύχτα. Σιγά-σιγά συνήθισε σ αυτή την κατάσταση, τις πρώτες μέρες πονούσε όλο του το σώμα, οι ξεραμένες πέτσες απ τα αίματα στο πρόσωπο του πρήστηκαν, το δεξί μάτι μελάνιασε γύρω-γύρω και πρήστηκε κι αυτό, έτσι που σχεδόν μισόβλεπε και περισσότερο χρησιμοποιούσε την αφή για ν αντιλαμβάνεται τα πράγματα γύρω του και μέσα του. Τι θα του έκαναν; πόσον καιρό θα έμενε κλεισμένος εκεί; και που ήταν η περιβόητη ισονομία όλων των πολιτών που διατράνωναν οι πολιτικοί στις οθόνες και στα άρθρα των συνταγμάτων;
Έμενε απαθής κι οργάνωνε τις αντιστάσεις του αλλά καταλάβαινε πως δε θα άντεχε και πολύ εκεί μέσα, δε φοβήθηκε πως θα πέθαινε και ήταν σίγουρος πως σε λίγο θα είχε ν αντιμετωπίσει τον Αστυνόμο,  τις ανακρίσεις και άλλα βασανιστήρια μέχρι να ομολογούσε. Δε σκέφτηκε ούτε δικηγόρους ούτε τέτοια τερτίπια της αστικής Δημοκρατίας, ήξερε πως ήταν καταδικασμένος κι έτσι περίμενε στωικά την εξέλιξη της ζωής του.
Μετά από μια εβδομάδα άνοιξε η πόρτα του κελιού του. Τον πήραν δυο τύποι αφού του φόρεσαν χειροπέδες και τον πήγαν στο ιατρείο. Ένας νοσοκόμος του καθάρισε τις πληγές που είχαν υποχωρήσει αλλά απέμεναν οι ουλές.

 σελίδες από το καινούργιο μυθιστόρημα μου 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

ΑΛΟΓΟ

 


ΤΟ ΆΛΟΓΟ
Μεγάλωσα μ ένα άσπρο άλογο στην κυριολεξία.Και παρ ότι είχαμε κι άλλα ζώα, σκυλιά, γάτες γαιδούρια και μουλάρια, κατσίκες και αρνιά, κανένα δε μου άρεσε να κάνω παρέα, εκτός από τον Ψαρή. Θα ήμουν γύρω στα έντεκα όταν οι γονείς μου το αγόρασαν σχεδόν πουλάρι κι άρχισα μια περιπέτεια πολλών χρόνων μαζί του. Από την πρώτη στιγμή που ανέβηκα στη γυμνή ράχη του, σα να ένιωσα πως ήταν κάτι δικό μου, σα να με δέχτηκε πολύ φιλικά αλλά και με διάθεση παιχνιδιού, ένα παιδί ήταν κι αυτό και όρμησε ασυγκράτητος στους ξέφρενους δρόμους, στα λιβάδια και στα βουνά. Σιγά-σιγά αποκτήσαμε οικειότητα του χάιδευα τη χαίτη και τίναζε το κεφάλι του ευχαριστημένο, χλιμίντριζε και σηκωνόταν στα μπροστινά πόδια και πρόσεχα πως τα μάτια του παιχνίδιζαν! του σφύριζα κι ερχόταν κοντά μου, όμως όταν τον έπιανε το πείσμα έκανε του κεφαλιού του, δεν μπορούσα να τον πιάσω, να του φορέσω το σαμάρι για να πάμε στον κάμπο να φορτώσω στάχυα, στάρι ή καλαμπόκι. Τότε νευρίαζα πολύ κι εγώ κι όταν τελικά κατόρθωνα να του περάσω το χαλινάρι του έριχνα μερικές με την παλάμη μου στα καπούλια και κινούσαμε για τον κάμπο. Πάντως κινδύνεψα κάποιες φορές ακόμα και να σκοτωθώ. Επικίνδυνα πεσίματα ήταν πολλά, ένα από τα πρώτα ήταν όταν κάλπαζα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, όχι επειδή το ήθελα αλλά ο Ψαρής είχε αφηνιάσει, -τα άλογα όταν αφηνιάσουν είναι αδύνατο να τα συγκρατήσεις- κι έτρεχε σαν τρελός, όταν πετάχτηκαν δυο κορίτσια, ξαφνικά και χούγιαξαν, οπότε τ άλογο στύλωσε τα πόδια κι εγώ διαγράφοντας μια καμπύλη από πάνω του έσκασα στο σκληρό χαλίκι του δρόμου, μπροστά στα πόδια του και μαζεύτηκα φοβούμενος μη με ποδοπατήσει. Όμως ο Ψαρής έκανε ένα μεγάλο άλμα, πήδηξε πάνω από το σώμα μου κι ύστερα γύρισε κι έσκυψε με το κεφάλι του τόσο κοντά μου που μύρισα την καυτή του ανάσα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν καλά! Την άλλη φορά όμως που τρέχαμε μέσα στον ελαιώνα, χτύπησα στο στήθος πάνω σε ένα οριζόντιο, χοντρό κλαδί ελιάς και σωριάστηκα σχεδόν μισολιπόθυμος στο ξερό χώμα και είπα, πάει, πέθανα, μου κόπηκε η ανάσα αλλά σιγά-σιγά συνήλθα, και κοιτάχτηκα με τον Ψαρή που με μύριζε και με κοίταζε με τα πελώρια λυπημένα μάτια του, μούσκεμα στον ιδρώτα. Γυρίσαμε σπίτι ιδρωμένοι και οι δυό, η μάνα μου φώναξε, τι έκανες στο άλογο παιδί μου; πάλι έτρεχες; δε σου χω πει να μην τρέχεις με το άλογο, θα σκοτωθείτε καμιά φορά! δεν της είπα τίποτε για το χτύπημα στο στήθος που είχε μελανιάσει, καταλάβαινα πως θα περνούσε, πράγμα που έγινε σε καμιά βδομάδα που ξανάρχισα να καλπάζω στον κάμπο. Α, εκεί ήταν η απόλαυση! άφηνα τα χαλινάρια και ταξιδεύαμε σαν αστραπή, κάναμε κόντρες με τ' άλλα παιδιά, διαβαίναμε σίφουνες ανάμεσα στα γαλαζοπράσινα στάχυα της Άνοιξης ή τα ξεροκαμμένα καλάμια τόσωνς Καλοκαιριών που η νιότη και το σφρίγος και των δυο μας ήταν αδύνατο να μην εκδηλωθεί και θυμάμαι ακόμα πως μερικές φορές τρώγαμε παρέα, αυτός το σανό του κι εγώ το φαγητό που μου είχε ετοιμάσει η μητέρα, κατάχαμα, κάτω από τη σκιά του πλάτανου που ήταν στην άκρη του κτήματος, ενώ τα τζιτζίκια ούρλιαζαν το καθημερινό τους σχιζοφρενικό τραγούδι για να σπάνε την καλοκαιρινή απουσία του τίποτε.

 

Ο ΧΡΌΝΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΚΥΚΛΟΣ

 

 


Χωρίς ίχνος οικειότητας θυμάμαι εικόνες του μακρινού παρελθόντος
Πεντάρα δε δίνω για όσους με διαβάζουν! Έτσι έλεγε ο κύριος Μένης Κουμανταρέας. Ο άνθρωπος πέθανε, βέβαια αλλά μόνο αυτός ο λόγος φτάνει για να μην τον διαβάζει κανείς. Μου φαίνεται τρομερά αμοραλιστικό=ανήθικο και συνάμα ανόητο. Εγώ ποτέ δεν τον διάβασα. Μερικές κλεφτές ματιές έχω ρίξει σε κάποια βιβλία του που έπεσαν στα χέρια μου. Ελαφρύς. Καιροσκοπικός. Μπον βιδέρ σαν τον Χατζηφωτίου. Τα προσωπικά του καθενός δε με ενδιαφέρουν, τα ερωτικά του κλπ. Όμως...
Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι Κομμουνιστές. Ή καλύτερα δεν ταιριάζει στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύστημα διακυβέρνησης, μου είπε ένας φίλος, που κατάγεται από αριστερή οικογένεια. Εν μέρει συμφώνησα μαζί του, σκεφτόμενος πως οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι που γέννησε ο τόπος, Αριστοτέλης και Πλάτωνας μας άφησαν κληρονομιά, το Δημοκρατικό πολίτευμα. Ταιριάζει περισσότερο στον Έλληνα ο συναγωνισμός, ο μόχθος για να κερδίσει την αμοιβή του. Όντας αριστερός, με την έννοια του Μαρξιστή και όχι με όσα κομμουνιστικά πειράματα έχουν διαπράξει και εφαρμόσει μέχρι τούδε οι άνθρωποι, θεωρώ πως έχει μεγάλο μερίδιο δίκιου το σκεφτικό του φίλου μου.
Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό. Στην Αθήνα μουρμουρίζει μια βροχή, εδω και καμιά ώρα. Το νερό, ίσα που κάνει τους δρόμους να γλιστράνε.Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό, η υγρασία περιλούζει τα κορμιά, ο έρωτας δεν παίζει τα παλιά παιχνίδια στις νεροποντές. Θα έρθει όμως κάποτε στις καρδιές των ανθρώπων, το παλιό Φθινόπωρο που το χώμα ανάδευε μια καφέ μυρουδιά και τα δέντρα χρυσοκοκκίνιζαν στες αυλές και τις πλατείες.
Ο ΚΥΡΙΟς ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ
δηλαδή μια εποχή όπου η σάρκα βουλιάζει στο χώμα, το αίμα γίνεται ένα με τη λάσπη, η οργή, το μίσος και ο φόβος των ανθρώπων, όλα μαζί αποτυπώνονται με πάθος και όσο πιο καθαρά γίνεται σε όλο το έργο του. Γόνος αριστοκρατίας, λένε πως ήταν νόθος γιος του Ταλευράνδου, αγωνίστηκε υπέρ της ελευθερίας των λαών.
Εν ολίγοις δε σέβομαι την Ελληνική δημοσιογραφία. Απουσιάζουν οι συγγραφεις-δημοσιογράφοι που είχαμε παλαιότερα, που είχαν κάποιο σθένος και όσοι υπάρχουν θάβονται απο αυτή τη αθλιότητα του τύπου. Δειλοί και ανθρωπάκια κυκλοφορούν με αμφίεση πνιγμένοι σε ένα σύστημα μισαλλοδοξίας. Αφαιρούν τον λόγο από ανθρώπους που έχουν να πουν κάτι κρατώντας το μικρόφωνο που τους..
Ωραία μέρα στο Σούνιο, απλά συννεφιασμένη. Αραιά και που, λίγος ήλιος ανάμεσα απ τις αρχαίες κολώνες, ανάμεσα από εμάς και το χτες. Κοίταξα κάτω το γκρεμό από εκεί που έπεσε ο Αιγέας. Συχνά με ποτίζει αυτός ο μύθος ή η πραγματικότητα της πέτρας των Ελλήνων. Συχνά με άγει.
Στέκομαι ακόμα λίγο, αγέρωχος, να δω το φως της νυχτιάς που πλησιάζει.
Ρε, σεις, δεν μπορεί ο χρόνος να είναι κύκλος
Ο χρόνος είναι γραμμή- ο Χάιντεγκερ λέγοντας αέναη επιστροφή τι εννοούσε;
Παιδιά δεν μπορούμε να γυρνάμε πίσω, αυτή πόσο μεγάλη φιλοσοφία ήταν; Ο χρόνος δεν υπάρχει. Αν θα δεχτούμε πως υπάρχει, χάνουμε όλη την εξέλιξη μας. Αφού ο χρόνος είναι γραμμή, πρέπει να το δεχτούμε, μπορεί όμως η μεταφυσική ζωή των ζώων που δεν υπάρχει αλλά εμείς θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τα "έγχρονα". Τα ζώα δεν υπάρχουν μέσα στο χρόνο- η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ έχει πεθάνει.
Ο σύγχρονος
άνθρωπος είναι πιο αληθινός. Πολλοί από εσάς θα διαφωνήσουν μαζί μου, εγώ εκφράζω σχεδόν απόλυτα τη γνώμη μου, επειδή ζω σαν καινούργιος άνθρωπος. Ξεπέρασα το φόβο του χρόνου.
Χάσαμε από έναν άδικο θεό.
Ας πούμε πως γεννιέσαι μ αυτά τα χαρίσματα. Ας πούμε δηλαδή πως η φύση δίνει στους ανθρώπους ξεχωριστές δυνάμεις, τις μοιράζει απλόχερα για όλο το μικρό ή μεγάλο διάστημα που ζει η ύπαρξη. Αυτό είναι καλό: να μην έχουμε όλοι τα ίδια ελαττώματα. Φαντάσου να ήμασταν όλοι ζωγράφοι!
Ότι κάνω είναι καλώς καμωμένο.
Δεν έχω χρέος
ούτε σε θεούς
μηδέ σε ανθρώπους.
Μπορείς να φτάσεις πολύ εύκολα στην απάντηση πως ο κόσμος μας δεν είναι καλός.
Ο κόσμος κύλισε ανάποδα. Δε μας ενδιαφέρει, πια, τι θα γίνει. Μας ενδιαφέρει τι έγινε. Το παρελθόν μπορεί να είναι σημαντικότερο του μέλλοντος. Ίσως γιατί εκεί μπορεί να βρούμε μια άκρη. Μια άκρη φιλοσοφική αλλά στέρεη για τον εαυτό μας και τον κόσμο μας. Το δε μας ενδιαφέρει πια τι θα γίνει, φαίνεται απλοϊκό μα, ο σύγχρονος άνθρωπος σκέφτεται πιο πολύ το παρόν, το σήμερα. Το μέλλον μοιάζει και παρομοιάζεται δυσίωνο σφοδρά, αν παρακολουθήσεις οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ επ αυτού, το παρόν χείριστο αλλά το παρελθόν καλύτερο όλων. Μπορούμε να βασιστούμε στο παρελθόν.
Ζωγραφίζω παιδιά, γυναίκες, ανθρώπους για να ζήσω. Επί πληρωμή φτωχική, δεν είμαι κανένας διάσημος ζωγράφος. Ζωγραφίζω επί παραγγελία αλλά προλαβαίνω να φτιάχνω και ότι θέλω-μοιράζω το χρόνο της μιας και της άλλης τέχνης. Δεν είναι συμπόνια η τέχνη αλλά σκληρή αρένα αναμέτρησης με τα θηρία.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή, πάντα έλεγα υπάρχει το καλύτερο. Ούτε το σεξ, ούτε η ζωγραφική, πόσο μάλλον το γράψιμο δε σε κάνουν καλύτερον άνθρωπο. Η πιθανότητα να επιβιώσεις σ αυτόν τον κόσμο είναι ελάχιστη. Να επιβιώσουν οι ιδέες σου είναι σπανιότερο και, ίσως το εγωιστικό μέρος αυτού του πράγματος να είναι πως θα ήθελες να εφαρμοστούν αυτά που πρεσβεύεις.
Γιατί δε μου άρεσε η ζωή από τα πολύ μικρά μου; Γεννήθηκα σαν ογκόλιθος, έλεγα αυτό κάνει, εκείνο όχι, δε μου άρεσε να ζω ηλίθια. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν έγινε επιτρεπτό από την κοινωνία που σφυρίζει ακόμα όχι, πρόσεξε, πατάς πεπονόφλουδα.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή κι ας είμαι ένας απίστευτος κρίκος ακριβώς σαν αυτό που θα λεγες πως πεθαίνει για τη ζωή. Το μεγαλύτερο σημείο αυτής της κατηφόρας είναι εκείνοι που νομίζουν πως έφτιαξαν φτερά. Ούτε η αγάπη με λυτρώνει. Σε λυτρώνει. Είναι μια λακκούβα-βέβαια, έχει μια κοινωνική σημασία, είμαι κοντά σου είσαι κοντά μου, υπάρχει ένα διέξοδο, υπάρχουμε κάπου κοντά ο ένας στον άλλον.
Κι όμως, όλο αυτό το τίποτε, το παναμέρισμα των τριχών για να εισχωρήσει το πέος, η ηδονή πως δεν είμαστε ηλίθιοι, είναι η απάντηση σ αυτό που δε μου άρεσε. Πολλές φορές έχω σκεφτεί γιατί η ζωγραφική μου μοιάζει με ρουτίνα, σαν κάτι εύκολο για μένα, το γράψιμο ένα παιχνίδι και κάποιοι θα πουν πως είμαι υπερφίαλος για να λέω τέτοιες αηδίες αλλά τι το όφελος; Εγώ μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω, είμαι καλύτερος του παντός, δεν έχει αξία η καταμέτρηση του είδους. Χιλιάδες ζωγραφίσκοι-μόνο εγώ υπάρχω, είμαι ο καλύτερος.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή παρά μονάχα ο εαυτός μου. Έφτιαξα φτερά, ανέβηκα στους ουρανούς, στον κόσμο που μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να γνωρίζει.
ΑΠ ΟΣΑ ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.

 

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

ΔΡΌΜΟΙ ΠΟΥ ΑΓΆΠΗΣΕ

 


 

Ο Άνθρωπος που έγραφε
Στεκόταν δίπλα στη φωτιά
Με τις παλάμες και τα ξυρισμένα μουστάκια
να ξεπλένει την βρωμιά
Αφού όλος ο κόσμος είναι γεμάτος σημάδια
όπως οι δρόμοι που αγάπησε
τι, χρειάζονταν τα ερωτηματικά στην ποίηση;
Έμενε ακόμα το Καλοκαιρινό χώμα, κόκκινο
Στου μυαλού τις σχισμένες φόδρες
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;
Και τα ξανθιά λησμονημένα χρόνια
καίγονταν σαν φρύγανα στον βρώμικο καφενέ
Οι σύντροφοι κάπνιζαν και γελούσαν
σε έναν ρυθμό γλιστρώντας απ’ τον ήλιο
[Ποιοι σύντροφοι γλίστρησαν απ’ τον ήλιο;
Ποιοι δέθηκαν με σχοινιά από τον ήλιο;]
Αυτός ο άνθρωπος που έγραφε
κάπνιζε δίπλα στην κολόνα
Οι φωνές έφευγαν
στου δειλινού την λύπη
Βολεύονταν με τον μικρό θεό
με τα πουλιά στα δέντρα, με τα νερά στα ποτάμια.
Δεν είχε τίποτε άλλο να γράψει;
Να έγραφε για ανθρώπους χαρούμενους
Μήπως θα ήταν πιο όμορφο να περπατάει χωρίς αυτούς
στους δρόμους που αγάπησε;
Αυτός που τώρα στέκεται δίπλα στην φωτιά
να ρίξει θέλει το μολύβι στη φωτιά
Μα οι άλλοι δεν τον αφήνουν
του βγάζουν πρώτα το σακάκι
-μες την ζέστη να φοράει τέτοιο σακάκι;-
Και αργά, με κάποιο σεβασμό
τον ρίχνουν στην φωτιά.
[παλιά ποιήματα μου]

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΕΓΚΏΜΙΟ

 


Τελείωνα τότε το δημοτικό και ήταν ένας πολύ βαρύς Χειμώνας. Στο Παλαιοκκλήσι σπάνια χιόνιζε αλλά φυσούσε κι έβρεχε ταυτόχρονα επί βδομάδες.Το ξεροβόρι πάγωνε τις μύτες και τα μέτωπα όλων των παιδιών που έτρεχαν πρωί-πρωί να πάνε στο σχολείο κρατώντας στο ένα χέρι τη σάκα και στο άλλο από ένα ξύλο για ν ανάβουν τη σόμπα αλλά και για να έχει κι ο δάσκαλος μια μικρή θημωνιά για να τη βγάζει κι αυτός με την οικογένεια του που έμεναν πίσω από την αίθουσα διδασκαλίας σ ένα μικρό δωμάτιο. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν για όλες τις τάξεις μαζί κι έτσι όλη τη μέρα ξαναάκουγες και ξαναθυμόσουν όσα έκανες στις προηγούμενες τάξεις κι αυτό ήταν κάτι φοβερό, όσον αφορά τη μάθηση.
Τότε μας είπε ο δάσκαλος πως έπρεπε να φτιάξουμε κάτι σαν χειροτεχνία, ή καλλιτεχνία που θα στέλνονταν στην επιθεώρηση στα Γιάννενα να παρουσιαστούν σε εκθέσεις. Μας το λεγε και με κοίταζε επίμονα και καταλάβαινα πως είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις από μένα για να έδειχνε πως στο σχολείο του γινόταν σπουδαία πράγματα και ίσως να έπαιρνε κάποιον έπαινο από τον επιθεωρητή.
Εγώ έσμιξα τα χείλη μου απορημένος λέγοντας πως δεν είχα κατά νου κάτι αλλά στο τέλος της μέρας με κράτησε πίσω, κάθισε δίπλα στο θρανίο και μου είπε πως θα περίμενε να φτιαξω κάτι σπουδαίο και μου πρότεινε να φτιάξω έναν πελαργό με ξύλα, έτσι όπως στεκόταν στο ένα του πόδι-φαίνεται πως κάπου το είχε ξανακάνει ή κάτι τέτοιο. Πράγματι τις επόμενες μέρες ασχολήθηκα με την κατασκευή του πελαργού αλλά δε με ικανοποιούσε και του το είπα όταν του δειξα την κατασκευή. Αυτός μου είπε, καλό είναι και το κράτησε αλλά εμένα δε με ενθουσίαζε.
Δίπλα ακριβώς από το σχολείο υπάρχει ένα κτήμα μας με υποστατικό, για τα ζώα, κότες και άλογα. Στο κάτω μέρος του κτήματος υπήρχε και υπάρχει ένα πηγάδι. Κάπου εκεί στον όχθο παρατήρησα κοκκινόχωμα, σαν πηλός που χωρίς να ξέρω γιατί, μάζεψα με τις φούχτες μου κάμποσο που τον μετέφερα στο δωμάτιο μου και με πυρετώδες κινήσεις άρχισα να διαμορφώνω μια ανδρική προτομή, περίπου είκοσι εκατοστών ύψος. Επειδή δεν είχα μοντέλο άνοιξα το αναγνωστικό και αν θυμάμαι καλά, διάλεξα τον Αντρέα Συγγρό γιατί μου άρεσε φυσιογνωμικά αλλά κι επειδή είχε και φαλάκρα κι αυτό μου άρεσε επειδή ήθελα να φτιάξω ένα μεγάλο άνδρα. Στον δάσκαλο δεν είπα τίποτε αλλά την άλλη μέρα, ενώ είχα φτιάξει μια τέλεια προτομή, κρανίο, μέτωπο μαλλιά, μύτη, στόμα. σαγόνι, τα σμίλευα μ ένα μαχαιράκι και κλωνιά από σπίρτα που τα έξυνα μυτερά ανάλογα τι ήθελα να φτιάξω, κόλλησα στα μάτια που ήθελα να τα κάνω απλανή, κενά δηλαδή, όπως παρατηρούσα σε αρχαία αγάλματα και μου φάνηκε πολύ δύσκολο. Έτσι, την άλλη μέρα το παρουσίασα στον δάσκαλο που ενθουσιάστηκε αλλά εγώ του είπα να με βοηθήσει στα μάτια κι εκεί που προσπάθησε, το κανε χειρότερο κι εγώ το παράτησα εκεί κι έφυγα να παίξω μπάλα. Την άλλη μέρα μου είπε πως το έδωσε στον Γιώργο Μποροδήμο που ήταν τότε φοιτητής, μήπως και κατάφερνε να το επιμεληθεί στα μάτια αλλά εγώ μόλις το είδα νευρίασα γιατί το είχαν κάνει ακόμα χειρότερο! Θα το φτιάξεις μόνος σου! με διέταξε ο δάσκαλος κι εγώ πήρα τον Συγγρό αγκαλιά και κλείστηκα στο δωμάτιο μου και σιγά-σιγά έφτιαξα και τα μάτια του.
Παρουσιάστηκε μαζί με άλλα και πήραμε έπαινο από την επιθεώρηση. Αλλά από τότε που πέρασαν τόσα χρόνια μου κάνει εντύπωση πως χωρίς να είχα σπουδάσει καθόλου γλυπτική-κεραμική, κατάφερα φτιάξω την προτομή που παρέμενε στα εκθετήρια του σχολείου μέχρι που έκλεισε για πάντα και ερήμωσε ο τόπος από ανθρώπους και παιδιά, όπως τα περισσότερα σχολεία στα χωριά.


 

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

ΠΑΙΔΙΌΘΕΝ

 


Γυμνάσιο πήγαινα στους Φιλιάτες ή αλλιώς Φιλιάτι, μια κωμόπολη περίπου τριών χιλιάδων κατοίκων- κι έμενα μόνος μου σ ένα μικρό δωμάτιο, από τότε εργένης, δώδεκα χρονών παιδάκι. Απίστευτο αλλά έτσι συνέβαινε. Το πρωί πήγαινα στο Γυμνάσιο συνήθως μέχρι τις δυο, για μεσημεριανό φαγητό σ ένα κέντρο νεότητος, λίγη μεσημεριανή ξεκούραση αν δεν παίζαμε μεσημεριάτικα ποδόσφαιρο, κι ύστερα πάλι μελέτη στο κέντρο νεότητος, συνήθως μέχρι τις επτά-οκτώ το απόγευμα. Βραδινό φαγητό δεν έτρωγα κάθε μέρα, είχε συμφωνήσει ο πατέρας μου να τρώω σ ένα εστιατόριο του Μάνου, ενός φίλου του και τον πλήρωνε κάθε τέλος σχολικού έτους, αλλά επειδή δεν ήθελα να φουσκώνω το λογαριασμό δεν έτρωγα κάθε βράδυ. Χρήματα δε θυμάμαι να είχα ποτέ στα χέρια μου, εκτός από κάποια δίφραγκα που μου έδινε τις Πέμπτες που ερχόταν η μάνα μου και πουλούσε στη λαϊκή χόρτα και άλλα είδη συνήθως μαναβικής. Μα να μη θυμάμαι μια φορά να λαιμαργώ που έβλεπα τ άλλα παιδιά να τρώνε κάθε πρωί το κουλούρι τους; ή στο διάλειμμα που έτρεχαν ν αγοράσουν από τον επιστάτη, τυρόπιτες ή άλλα γλυκά; απίστευτο. Λες και δε μ ένοιαζε καθόλου τι φάω αν θα φάω και πότε. Έτρωγα μόνο για να συντηρούμαι και το σώμα μου ήταν κανονικότατο και αθλητικό, σκληραγωγημένο. Ήμουν πρώτος μαθητής,διάβαζα είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο, μερόνυχτα, ειδικά λογοτεχνικά βιβλία που δανειζόμουν από την βιβλιοθήκη του κέντρο νεότητος.
Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε στο χωριό, ήμασταν μια παρέα συνομήλικοι πέντε έξι παιδιά και πολλές φορές για να γλιτώσουμε το εισιτήριο, πηγαίναμε με τα πόδια, σαράντα χιλιόμετρα δρόμο ανάμεσα σε βουνά και λαγκάδια σε ποτάμια και γκρεμούς, παρέα με τ αγρίμια, τα τσακάλια και τους λύκους, τα φίδια, τις βροχές και τις καταιγίδες.
Κάμποσες φορές πηγαίναμε με το λεωφορείο και αυτό ήταν το μεγαλύτερο βάσανο, γιατί τον πρώτο καιρό μας έπιανε ναυτία και κάναμε εμετό, ασυνήθιστοι καθώς ήμασταν στην κίνηση, έτρεχαν τα δέντρα, κι όχι εμείς, έτσι έλεγαν κάποιοι, αλλά και από τη βρώμα του πετρελαίου και του τσιγάρου-όσο θυμάμαι αυτή τη μυρωδιά μου ρχεται να κάμω εμετό και τώρα, μα έπρεπε να γίνει έτσι γιατί χρειαζόταν να πηγαίνω τα ρούχα μου για να παίρνω τα καθαρά που έπλενε και σιδέρωνε η μητέρα.
Οι καθηγητές ήταν σκληροί, αμείλικτοι σε θέματα πειθαρχίας, ευπρέπειας, έπεφτε και χαστούκι κι έπρεπε να είμαστε κουρεμένοι, ένα πόντο μαλλί, τα κορίτσια φορούσαν υποχρεωτικά ποδιές. Δέκα πόντους κάτω από το γόνατο![Εμένα πάντως δε με είχε αγγίξει κανένας καθηγητής, ίσως επειδή δεν έδινα κανένα τέτοιο δικαίωμα.] Και θυμάμαι πως τρέχαμε όλα τ αγόρια για να δούμε και να απολαύσουμε τα κορίτσια όταν έκαναν γυμναστική γιατί, τότε φορούσαν σορτσάκια και φαίνονταν τα λευκά μπούτια τους. Μάλιστα, θυμάμαι πως το συζητούσα με τον Δημήτρη Τσατσούλη, έναν συμμαθητή μου που κάναμε ας πούμε κολλητή παρέα και αναρωτιόμαστε για τις διαφορές του αντρικού με το γυναικείο σώμα. Εντύπωση μου είχε κάνει, ιδιαίτερα η εξόγκωση στους γλουτούς που σε μερικά κορίτσια ήταν πολύ εμφανής.
Από τις πρώτες μέρες στην τάξη, είχαμε αρχίσει να γνωριζόμαστε με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες και ανταλλάσσαμε βλέμματα. Μερικές ήταν ψηλομύτες, ιδιαίτερα αυτές που κατοικούσαν μέσα στους Φιλιάτες κι έμοιαζαν πιο καλοζωισμένες, πιο αφράτες. Εγώ "τα φτιαξα" με μια Δήμητρα-τι είχα φτιάξει δηλαδή; απλά κοιταζόμαστε, κάναμε λίγο πιο πολύ παρέα, αν και εγώ είχα κάνει έρωτα για πρώτη φορά αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Βέβαια ερωτευόμασταν σαν τα κοτόπουλα; να πω; έπειτα διαβάζαμε κι όλα αυτά τα σινερομάντζα στα απαγορευμένα περιοδικά, Ρομάντσο, Βεντέτα, Θησαυρός, πλάκα είχε! μας πήγαιναν και κανένα κινηματογράφο όλο το Γυμνάσιο σε έργο που είχαν επιλέξει οι καθηγητές κι όταν έδειχνε τους πρωταγωνιστές να φιλιούνται το κοβε ο χειριστής της κάμερας. Βέβαια, μιλάω για την πρώτη τάξη, γιατί από τη δευτέρα και μετά άλλαξαν τα πράγματα όσον αφορά τις σχέσεις με τα κορίτσια. Μεγαλώναμε, βγάζαμε χνούδι-γένι, ερωτευόμασταν τις περισσότερες φορές πλατωνικά, κατά φαντασίαν αλλά και πραγματικά. Κι ήταν αυτοί οι έρωτες της νεότητας απίθανοι! ορμητικοί, θυελλώδεις με κορίτσια για φίλημα, όπως ήταν η Σοφία που έζησα μαζί της ένα χρόνο σαν κανονικό ζευγάρι κι έκανε όνειρα να παντρευτούμε! αλλά όλα έμειναν όνειρο όταν αναγκαστικά βρεθήκαμε ο ένας αλλού και η άλλη μόνη να κλαίει. Μάλιστα. Αυτά.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

ΚΆΤΙ ΑΠΌ ΠΑΛΙΆ

 


Γαλάζιος ουρανός, άσπρα σύννεφα, πράσινοι λόφοι
νερό που παγώνει στους βράχους και τους σπάει.
Πριν σχεδιάσω ονειρεύομαι την εικόνα, τον πίνακα, το νερό
-μερικά όνειρα είναι σαν τους πίνακες: ούτε αρχίζουν κι ούτε τελειώνουν ποτέ. Σαν τους βράχους.
Για να φτιάξεις ένα έργο χρειάζεσαι δύναμη, δεν αρκούν τα χρώματα και τα πινέλα, χρειάζεται η σκέψη, η νόηση πως κάτι γεννιέται, κάτι καινούργιο κι όχι ασήμαντο κι ακόμα πως ζωγραφίζεις για κάποιους, για ένα όραμα, πως ο κόσμος θα είναι καλύτερος μια μέρα και οι άνθρωποι δε θα φοβούνται, πια, ο ένας τον άλλον.
Το νερό που παγώνει στους βράχους και τους σπάει, ένα όνειρο που γεννήθηκε χτες και οδοιπορεί στο μονοπάτι της ομίχλης, το όνομα των λόφων κι ανάμεσα κάτι περίεργο, οι άνθρωποι που δεν αγαπιούνται, που κρύβονται από σένα, από μένα.
Προτού απλώσω τα χρώματα νιώθω κάποιους που βλέπουν τους βράχους να κυλούν στους λόφους, μέσα τους το νερό έχει σπάσει την εγκαρτέρηση
-κάποτε δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε απ τους ανθρώπους.
Νερό που παγώνει στους βράχους και σπάει μέσα τους
γαλάζιος ουρανός, λευκά σύννεφα, όρθιοι λόφοι.
Δε χωράει απογοήτευση στον ζωγράφο, τα σύνεργα του η όραση και η ακοή, το χέρι αλάθητο, πρέπει να είναι πιο δυνατός απ τις Ερινύες, πιο τρυφερός απ την καρδιά του λουλουδιού, πιο όμορφος απ όλους, γιατί ο ζωγράφος δεν μπορεί να είναι άσχημος. Μέσα του ο κόσμος, η θάλασσα, ο ωκεανός.
Προτού απλώσω το πράσινο, κάποιοι δε βλέπουν τους βράχους που κυλούν απ τους λόφους, ούτε το νερό που παγώνει.
Προσωπικό ημερολόγιο σήμερα στις 5 Απρίλη του 2021

 

Τρίτη 2 Απριλίου 2024

...ΚΑΙ ΚΛΆΜΑ

Ν. ΕΓΓΟΝΌΠΟΥΛΟΣ


ΑΣ ΓΡΆΨΟΥΜΕ ΠΆΛΙ Τ ΌΝΟΜΑ ΜΑΣ
Ήταν ένα διάστημα που έμενα στην Καλλιθέα, μικρός, ίσως γύρω στα δέκα επτά. Εργαζόμουν σερβιτόρος σε μια παλιά ταβέρνα του Μπάρμπα-Δήμου, από τις πιο πολυτελείς, Α κατηγορία τις έλεγαν τότε και ήταν από τις πιο αξιοπρεπείς και στον τομέα του προσωπικού, αφού μας πλήρωναν και καλά και στην ώρα που έπρεπε.
Ρεπό έπαιρνα μια φορά την εβδομάδα, συνήθως Κυριακή και αφού έκανα τις δουλειές του σπιτιού, έμενα σε μια μονοκατοικία ασπρισμένη με ασβέστη και είχα μια σπιτονοικοκυρά, ίδια κι απαράλλαχτη με τη Σαπφώ Νοταρά! μου φώναζε, με συμβούλευε, μου φερνε φαγητά, γκρίνιαζε αλλά κατά βάθος ήταν καλή.
Τις Κυριακές πήγαινα οπωσδήποτε ένα κινηματογράφο, τις άλλες μέρες δεν μπορούσα να πάω αφού η δουλειά μου ήταν βραδινή. Και θυμάμαι πως τότε ο κάθε κινηματογράφος συνήθως ανέβαζε ένα έργο και το έπαιζε, εβδομάδες και μήνες! Ας πούμε στο σινεμά Καλλιθέα, έπαιζε δυο μήνες τη Δολοφονία του Τρότσκι, με τον Αλέν Ντελόν στο ρόλο του δολοφόνου, ενώ τον Τρότσκι έπαιζε ο φοβερός Ρίτσαρντ Μπάρτον αλλά εγώ αρνιόμουν πεισματικά να πάω να δω αυτή την ταινία και μετάνιωσα πολύ, αργότερα, γι αυτή μου την άρνηση, όταν την είδα και είπα στον εαυτό μου πως μερικές φορές είσαι τόσο ισχυρογνώμων που καταντάει βλακεία.
Τέλος πάντων, όμως, εκείνο τον καιρό δεκαεπτάχρονος είχα άλλες επιλογές και παρ ότι έβλεπα ποιοτικές ταινίες, τις περισσότερες φορές προτιμούσα τα γουέστερν, ψευτο-ερωτικά και περιπέτειες.. 'Έτσι όταν έφερε στη Μαργαρίτα το Love story, και το έπαιζε είκοσι εβδομάδες είχα δυσανασχετήσει τόσο πολύ και έτρεχα σε άλλες αίθουσες μακριά ή στο κέντρο για να βλέπω ταινίες. Περνούσα μπροστά από τις αφίσες, έβλεπα συνέχεια τον Ράιαν Ονίλ και την Άλι Μακ Γκρόυ και άλλαζα γωνίες. Τι διάολο έργο είναι αυτό που το παίζουν πέντε μήνες! αναρωτιόμουν αλλλά να πάω να το δω, όχι! Ώσπου κατέφθασε εκείνες τις μέρες η αδερφή μου η Έφη από τη Γερμανία όπου ήταν μετανάστες μαζί με τον άντρα της και τον πατέρα μου. Χάρηκα πάρα πολύ που την είδα, είχαμε χρόνια να βρεθούμε, από τον γάμο της, περίπου πέντε χρόνια πριν, οπότε πήρα μια μικρή άδεια από τη δουλειά μου για να περάσουμε μαζί.Φυσικά θα πάμε κινηματογράφο, αδερφούλη, μου είπε.
-Θα πάμε, βέβαια, απάντησα αλλά τι θα δούμε; τι έργα βλέπεις εσύ;
-Βλέπω απ όλα αλλά είδα εδώ πιο κάτω αλλά και σε πολλές άλλες αίθουσες πως παίζεται το LOVE STORY που δεν πρόλαβα να το δω στη Γερμανία. Να πάμε να το δούμε οπωσδήποτε! με αποσβόλωσε. Άνοιξα τα μάτια μου, απόρεσα αλλά δεν της είπα τίποτε. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι με κρύα καρδιά αλλά δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να της κάνω το χατήρι, ποιος ξέρει αν θα μας δινόταν ξανά η ευκαιρία να πάμε μαζί σινεμά.
Πήγαμε. Περιμέναμε στη σειρά για να κόψουμε εισιτήριο, καθίσαμε στην πλατεία. Το έργο άρχισε και τελείωσε μέσα σε ατέλειωτα αναφιλητά και κλάματα! απίστευτο! δεν μου είχε ξανατύχει τέτοιο πράγμα, ολόκληρο σινεμά να κλαίει για τον θάνατο της Άλι Μακ Γκρόου. Ακόμα κι εμένα, αν θυμάμαι καλά, κύλησε ένα δάκρυ.

 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ

 

πικασο

Και η φυσική επιλογή του Τέσλα
[Να ζηλεύεις κάτι καλύτερο.]
Να ζωγραφίσουμε ένα πέος δηλαδή ή πολλά. Πέη. Δεν είναι και τόσο εύηχη λέξη, μηδέ όμορφο ή άσχημο, το πέος. Κάτι όρθιο σαν κατάρτι αγέρωχο στις πρύμνες όλων των πλοίων, στέκεται.
Δύσκολο για πολύ [να στηθεί] αλλά πολλές φορές για λίγο! Έχει μια τεχνητή νοημοσύνη αρχέγονη και μια ανελέητη είδηση -συν. Δυνάστης αντρών τε και γυναικών, εύμορφος κύριος όταν βαδίζει. Αδύναμος, κακόμοιρος σαν ξεψυχισμένο δέρμα, σαν μουλιασμένο νερό όταν έχει τελειώσει άμεσα τη δουλειά του. Κάτι σαν τη χειρότερη αίσθηση της αποτυχίας,, της ανοησίας του κόσμου, αυτό είναι ένα δευτερόλεπτο από τα χειρότερα στην έννοια αποτυχία ή του γιατί να υπάρχει η ηδονή. Που έρχεται σε άμεση θέση υπέρ της αναπαραγωγής των ειδών- χωρίς την ηδονή το πέος θα ήταν αχρείαστο σ αυτή την εργασία. Ποιος άντρας σκέφτεται με το πέος;
Νευρώδης, ισχυρή έννοια της ιδιοκτησίας ο φαλλός του άντρα. Τίποτα πιο απόλυτα δικό μου και τίποτα πιο δεικτικό της επιβολής. Φαλλοκρατία. Καθόλου άδικα δεν επικράτησε και καθόλου κρυφά δε θα συνεχίζει να επιβάλλει τη φυσική νοημοσύνη.
Από το πρωί έως το βράδυ ο άντρας σκέφτεται με το πέος. Κι όταν κοιμάται.
Λογικά ένα όρθιο πέος κι, ένας άντρας στην αρχή της ζωής του, δεν ξέρει τι να το κάνει. Τι να κάνει μ αυτό, ειδικά όταν είναι μόνος μαζί του αλλά και αργότερα όταν θ έχει απέναντι του την άλλη σάρκα. Την ανοιχτή πληγή του αιδοίου. ....


 

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

ΠΑΠΑΡΙΕΣ

 

 


Τι παπαριές είναι αυτές; Μας γαμήσανε με τα λειτουργήματα. Γίνανε όλοι παπάδες.Τι θα πει λειτούργημα ρε παλιονούμερο και τι είδους λειτουργία προφέρει ο μπαγασάκος ο Τριανταφυλλόπουλος; Κάποτε ο δημοσιογράφος έλεγε μόνο την είδηση. Ούτε σχολίαζε ούτε έλεγε παπαριές. Ο δημοσιογράφος συγκεντρώνει ειδήσεις, νέα και τα ανακοινώνει στον τύπο. Όλη η παρανόηση του σύγχρονου καιρού μας βρίσκεται σ΄αυτά τα αδηφάγα όρνια. Τους εντολοδόχους του τύπου. Δημοσιογραφίσκους, συντακτριούλες, όμορφες γιατί αλλιώς δε θα μας αρέσει η είδηση, κοτσομπόληδες, έτοιμοι να πετάξουν λάσπη στα μούτρα, λαίμαργοι και λαίμαργες, κυρία μου. Τι νομίζεις πως είναι άγγελοι οι δημοσιογράφοι; Θα μου πεις τώρα Πλιάτσικα, τα παραλές και θα σου απαντήσω πως δεν τα παραλέω και πως τα πράγματα με δαύτους, είναι έτσι και χειρότερα. Κυνηγάνε την είδηση, το νέο όχι γιατί τους ενδιαφέρει να πληροφορήσουν τον κόσμο. Όχι. Θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους. Ότι αυτοί το μετέδωσαν πρώτοι και αυτό είναι μεγάλη επιτυχία. Μας δείχνουν την καταστροφή και χασκογελάνε. Έχετε δει κανέναν πραγματικά λυπημένο άνθρωπο να χασκογελάει; Όχι βέβαια. Μόνο οι δημοσιογράφοι μπορούν να σου μιλάνε για τραγωδίες και να χαμογελούν για να φαίνονται ωραίοι. Το θέμα κυρία μου είναι τεράστιο και δεν λύνεται σε πέντε γραμμές. Αλλά δεν θέλω να σας κάνω το ήδη καζανισμένο κεφάλι σας μεγαλύτερο. Απλά συνεχίστε να βλέπετε στις οθόνες, τους σύγχρονους θεούς. Τους Παπαδάτσηδες και τους Χαριτατολυριτζήδες. Πενήντα χρόνια μαλακίες. Εκατό. Αλλά βλέπεις κυρία μου τα λεφτά είναι πολλά. Ακούω κάτι νούμερα και τρελαίνομαι. Και η πλάκα είναι πως αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συμπονούν τους φτωχαράνζες, τους μπατίρηδες και τους αδικημένους. Άμα τα πιστεύετε αυτά τότε θα πιστεύετε πως και η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα.

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...